- Καύκαλος
- (4ος αι. π.Χ.). Ρήτορας από τη Χίο. Ήταν αδελφός του ιστορικού Θεόπομπου. Έγραψε το Ηρακλέους εγκώμιον, το οποίο αναφέρεται από τον Αθήναιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καύκαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καύκαλον — Καύκαλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινοκαύκαλος — η, ο, Ν ο πετεινόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + καύκαλο (πρβλ. χοντρο καύκαλος)] … Dictionary of Greek